Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Μα τι θέλουν, επιτέλους; Του Άλκη Γαλδαδά



Είμαι σκυμμένος επάνω από τη μητέρα μου που είναι μόνιμα πλέον στο κρεβάτι και προσπαθώ να της δώσω λίγο δυναμωτικό χυλό. Είναι η «παγκόσμια ημέρα για τα ΑΜΕΑ». Από την μόνιμα ανοιχτή τηλεοπτική συσκευή, μου έρχεται το χτύπημα ξαφνικά και πισώπλατα καθώς μιλάει ένας από τους ανθρώπους που ενώ όλα τα μέλη του σώματός τους δεν τους υπακούουν ακριβώς όσο θα ήθελαν, αυτοί αν και  καθηλωμένοι τον περισσότερο χρόνο στο καροτσάκι τους, κολυμπούν, ζωγραφίζουν, αθλούνται ενώ εκείνος ο άνθρωπος είχε επίσης οικογένεια και παιδιά αν δεν κάνω λάθος.
  Μιλάει ήρεμα σχετικά με τα όσα αντιμετωπίζει κάθε ημέρα και σχεδόν γελώντας αναφέρεται και σε κάποιον που ακούστηκε να λέει: «Μα τι είστε εσείς οι ανάπηροι, όλα θέλετε να τα κάνετε;». Μένω με το κουτάλι μετέωρο. Χαίρομαι γιατί ο άνθρωπος που φροντίζω δεν πιάνει εύκολα πλέον τις εκπομπές σε τέτοιες συχνότητες. «Είναι δυνατόν;» σκέφτομαι μόνον και σταματώ εκεί.

Κάποια άλλη στιγμή ακούω για τα παιδάκια που όντας καθηλωμένα στο καροτσάκι τους βρέθηκε πως τους κάνει πολύ καλό να έχουν για συντροφιά τους ένα μικρό ζώο, σκυλάκι, γάτα ή κάτι άλλο. Όχι όμως μόνο για να μαθαίνουν να το φροντίζουν αλλά όπως εξηγούσε κάποιος διότι αυτά ακριβώς τα  τετράποδα πλάσματα δεν αντιμετωπίζουν τα παιδιά σαν ελαττωματικές υπάρξεις όπως κάνουμε εμείς τα δίποδα. Και αυτό με είχε αναγκάσει να το σκεφτώ και ένας άλλος άνθρωπος, που είχε πάρει το λόγο στην εκδήλωση «Το σώμα σε κρίση», στις αρχές Νοεμβρίου, και μας είχε αναγκάσει να στριφογυρίζουμε αμήχανα στις καρέκλες μας όταν μας είπε πως δεν καταλαβαίνει γιατί σωστό και υγιές σώμα είναι μόνο το δικό μας και όχι και το δικό του έστω και αν λόγω πολιομυελίτιδας ή άλλης αιτίας δεν θα μπορούσε να μας ξεπεράσει στο τρέξιμο ή στο πάλεμα. Και εννοείται πως δεν ζητούσε τη συμπόνια ή τον οίκτο κανενός.

Όλα τα παραπάνω όμως δεν τα έγραψα για να πουλήσω ευαισθησία, ημέρες που είναι κιόλας, όταν αναγνωρίζω πρώτος εγώ πως πέρα από το να μην παίρνω στο χώρο στάθμευσης των πολυκαταστημάτων τις θέσεις τις σημειωμένες με τον άνθρωπο στο καροτσάκι δεν έχω κάνει πολλά πράγματα στη ζωή μου γι αυτό τον κόσμο. Θέλω να το πάω όμως πιο πέρα το θέμα. Διότι τη θηριώδη αυτή συμπεριφορά μας αρχίζω να διακρίνω πως διαχέεται και σε άλλους χώρους, εκδηλώνεται από τους τωρινούς δυνάστες μας απέναντι σε άλλες ομάδες, όχι απαραίτητα καθηλωμένες σε καροτσάκια.
Αυτό το «μα τι θέλουν τέλος πάντων κι αυτοί οι…» αισθάνομαι να το σκέπτονται έστω και αν δεν σχηματίζεται στα χείλη τους, οι δυνατοί της εποχής, τα σκληρά αγόρια με τα καλοσιδερωμένα κοστούμια, που κουβαλιούνται ακόμη και μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο από τα υπουργικά και τα πρωθυπουργικά αυτοκίνητα. Που οι δημοσιογράφοι τους κοιτούν στα μάτια για μια δήλωση κι ο κοσμάκης τους παρακολουθεί με σφιγμένο το στομάχι κάθε βράδυ από τις τηλεοπτικές συσκευές του.
Μα τι θέλουν κι αυτοί οι μαθητές, που μένουν μακριά από το σχολείο και ζητούν  να περνάει το λεωφορείο να τους παίρνει; Τι θέλουν κι αυτοί οι φοιτητές που όλο περισσότερο υποβαθμίζονται οι σπουδές τους; Τι θέλουν κι αυτοί που κρυώνουν; Τι θέλουν κι αυτοί με τα παιδιά; Τι θέλουν κι αυτοί οι άρρωστοι στα νοσοκομεία; Τι θέλουν κι αυτοί οι άνεργοι; Τι θέλουν κι αυτοί που έχουν τη θηλιά των δανείων στο λαιμό τους; Και τι σημασία έχει το θέλω τους; Ο πρωθυπουργός, σαν παιδάκι που του έφερε επιτέλους ο Άη-Βασίλης το δώρο του έκανε τούμπες χαράς και θριαμβολόγησε ο ελαφρόμυαλος, για τη δόση από τις Βρυξέλλες, πριν καν πατήσει σε ελληνικό έδαφος, τουλάχιστον να μην ακούν κι οι ξένοι με τι αηδίες νανουριζόμαστε. Έριξε κατά τη συνήθειά του όταν τα πράγματα είναι ζόρικα και λίγο κρέας υπαλλήλων της Βουλής, που έχει αποδειχθεί καλοφάγωτο και πάντα νόστιμο, αύριο έρχεται η σειρά των αγροτών, μεθαύριο των καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης, των οδοκαθαριστών, αυτών που δεν συγκράτησαν τις ορμές τους και έκαναν πολλά παιδιά, αυτών που παντρεύονται τώρα και αυτών που θα χωρίσουν μετά. Πάντα θα υπάρχει μια ομάδα να τη ρίχνεις μπροστά μέχρι να ρημάξουν όλες. Αυτό μπορεί να σε παρασύρει μακριά. Να φθάσεις να πεις στο τέλος: «Μα τι σου είναι κι αυτοί οι συνταξιούχοι, πόσο θέλουν πια να ζήσουν;», ώστε να πάρεις τα σωστά και για την περίπτωσή τους μέτρα. Αρχίζεις από τους καθηλωμένους και φθάνεις σε όσους έχουν την απρονοησία να έχουν ακόμη ανοιχτά τα μάτια τους..
«Στη Αίγυπτο τώρα περνούν καλύτερα», λέει η μάνα μου, «να μου ετοιμάσεις το διαβατήριο να γυρίσω εκεί». Τι σου είναι κι αυτοί οι κατάκοιτοι, σκέπτομαι, όλα τα παρακολουθούν;
Πηγή δημοσίευσης : www.protagon.gr
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου