Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Μπιτ Παζάρ, η Θεσσαλονίκη των κάποτε



ΑΠΟ ΤΗ ΡΕΑ ΒΙΤΑΛΗ


Περπατώ στη χώρα των κάποτε. «Μπιτ παζάρ» στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μια περιοχή που χρονολογείται από το 1928. Όταν παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες, από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Προσφύγων Θεσσαλονίκης, και εγκαινιάστηκε από τον ίδιο τον Βενιζέλο, προκειμένου να πατήσουν σε μια γη την προσφυγιά τους. Μα αν κρίνεις από το όνομα, «μπιτ» σημαίνει ψείρα, δεν πρέπει να ήταν και απολύτως καλοδεχούμενοι. Χοντρό στίγμα, εκείνο το «μπιτ», από τις ψείρες που είχαν τα παλιά ρούχα που πουλούσαν.
Περπατώ στη χώρα των κάποτε, μια ηλιόλουστη μέρα. Διώροφα κτίρια που οι επάνω τους όροφοι ήταν κατοικίες και τα ισόγειά τους εμπορικά μαγαζάκια. Ένα Μοναστηράκι Θεσσαλονικιώτικο, αγαπημένο στέκι των νέων, με όμορφα ουζάδικα και καφενεδάκια.

Περπατώ στην χώρα των κάποτε. Και σε κάθε βήμα, σε κάθε μαγαζί ή πάγκο, σου κλείνουν το μάτι οι μνήμες. Όλες εκείνες οι θορυβώδεις, ογκώδεις συσκευές. Μαγικές στα μάτια μας κάποτε. Συσκευές τηλεφώνου που μάγκωναν το δάκτυλο στο καντράν τους και που στο απόγειο της τεχνολογικής τους εξέλιξης ενσωμάτωσαν το καντράν επάνω στο ακουστικό τους. Και πιο κει μια γραφομηχανή. Με τα θορυβώδη πλήκτρα που κι αυτά φυλάκιζαν το δάκτυλο. Πώς διασώθηκαν τα δάκτυλά των ανθρώπων! Αντικείμενα αταίριαστα, εξαναγκασμένα να κάνουν παρέα. Κούκλες να τις κλαίει η ψυχή σου. Ξεμαλλιασμένες, τραυματισμένες, ξεγοφιασμένες, αόμματες. Ένα χνουδωτό αλογάκι που χόρτασε παιδάκια στην πλάτη του και άλλα τόσα «Νικολάκη θα κάνεις μπουμ». Και παραδίπλα βιντεοκασέτες με τίτλους «Νύχτες με την Laura» και «Ο άρχοντας της ηδονής». Ίσως για άλλη ηλικιακή φάση του «Νικολάκη» που δεν θα είχε κίνδυνο να κάνει μπουμ. Και βιβλία και περιοδικά κάθε λογής. Εκεί να δεις γειτνιάσεις... «Ο παίκτης» του Ντοστογιέφσκι, «Το δεύτερο φύλο» της Σιμόν ντε Μπωβουάρ,  ο «Θησαυρός» με εξώφυλλο τον Πουλόπουλο, με ανοιχτά μάτια... Απαραίτητη η διευκρίνιση καθώς τραγουδούσε πάντα με κλειστά και φήμες διαβεβαίωναν ότι ήταν τυφλός. Και «Φαντάζιο» με εξώφυλλο τον Μίκη Θεοδωράκη και δώρο δυο αφίσες του. Και «Η μάνα» της Περλ Μπακ. Και ένας δίσκος της Donna Summer που μου έφερε ένα τραγούδι στη μνήμη μου. Που πολύ μας εξιτάριζε με τους σεξουαλικούς αναστεναγμούς της και δυναμώναμε τον ήχο. Και έσπευδε η γιαγιά μου να ρωτήσει δήθεν αδιάφορα «Τι έπαθε καλέ αυτό το κορίτσι και κάνει έτσι;». Και μεις χαιρόμασταν ότι ξέραμε όσα, και καλά, η γιαγιά δεν ήξερε.

Περπατώ στη χώρα των κάποτε, μια ηλιόλουστη μέρα. Όλο και κάποιος θησαυρός θα βρει και σήμερα τον πελάτη του. Σκυταλοδρομία χεριών στα χρόνια. Να! «Η εγκυκλοπαίδεια της νοικοκυράς». Σταματάω σε τυχαία σελίδα. Κεφάλαιο «Διενέξεις». Διαβάζω «Η κάθε νοικοκυρά μπορεί εύκολα να τις αποφύγει με την ηρεμία της, με τη λογική της και ιδίως με το προσωπικό της κύρος. Εννοείται ότι πρώτιστα πρέπει να μη δίνει η ίδια αφορμές για έριδες. Και δεν θα δώσει ποτέ καμμία τέτοια αφορμή αν δεν είναι υπερβολικά απαιτητική, αν τηρεί τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και αν την διακρίνη κατανόησις των αδυναμιών και των ελαττωμάτων των άλλων. Για να δείχνει όμως κατανόηση πρέπει προ πάντων να έχει αυτοεπίγνωση». Αποχωρώ από τη χώρα των κάποτε μια ηλιόλουστη μέρα. Στρίβω. Ζαχαροπλαστείο με τουλούμπες όλο σιρόπια. Κάνω ότι δεν βλέπω. Χατζής από το 1908. Βεζύρ Παρκάν Σοκολάτα. Γκελίν Μπόχτσα. Ανθίσταμαι. Μπουγάτσα Δωδώνη από το 1885. Πόσο ν΄αντέξει ο άνθρωπος! Γεμίζει η μύτη μου άχνη.

Περπατώ, περπατώ σε μια πόλη που αγαπώ. «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΩΛΗΤΡΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΊΖΕΙ ΡΩΣΙΚΑ». Στοπ! Πάτησα στη ζώνη του σήμερα. Αύριο θα σας πάω παραλία.   





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου