Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΕΦΥΓΕ ο ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΦΥΝΤΑΝΙΔΗΣ, ένας από τους λίγους «μάχιμους» αγωνιστές της ενημέρωσης και της δημοκρατίας!ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ σερ!



Η ελληνική δημοσιογραφία είναι από χθες πιο φτωχή καθώς έφυγε ένα από τα μεγάλα της κεφάλαια...ο ΣΕΡΑΦΕΙΜ  ΦΥΝΤΑΝΙΔΗΣ,ένα από τους λίγους «μάχιμους» αγωνιστές της ενημέρωσης και της δημοκρατίας


Σε ηλικία 77 ετών απεβίωσε αιφνιδίως το βράδυ των Χριστουγέννων ο δημοσιογράφος, πρόεδρος του τηλεοπτικού σταθμού «Ε» και «ψυχή» της Ελευθεροτυπίας Σεραφείμ Φυντανίδης, ο οποίος έπασχε από καρδιολογικά προβλήματα. 

Σύμφωνα με πληροφορίες, πριν από μερικές ημέρες είχε εισαχθεί σε ιδιωτική κλινική της Αθήνας για επέμβαση καρδιάς. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν πήγαν καλά, καθώς ο ασθενής παρουσίασε επιπλοκές.

Από εκεί, μεταφέρθηκε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, ωστόσο, δυστυχώς, η καρδιά του δεν άντεξε και κατέληξε στο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν.

Ο Σεραφείμ Φυντανίδης ήταν από τις πλέον χαρακτηριστικές και ιστορικές μορφές στο χώρο του ελληνικού Τύπου, ενώ σημείο-σταθμός στη ζωή του υπήρξε η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», καθώς ήταν διευθυντής της για τουλάχιστον 30 χρόνια.

Μόλις στα 12 του χρόνια είχε αποφασίσει πως ήθελε να γίνει δημοσιογράφος ύστερα και από την προτροπή ενός δασκάλου του, λειτούργημα που άσκησε μέχρι τέλους.


Γεννήθηκε στην Αθήνα στο Περιστέρι τον Μάρτιο του 1937. Το 1960 πήρε το πτυχίο της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Αρχικά εργάστηκε στην εφημερίδα Έθνος ως συντάκτης την περίοδο 1957 - 1968.

Ο ίδιος είχε πει:«Είμαι εφημεριδάνθρωπος. Ξεκίνησα την καριέρα μου από το Έθνος, νεαρός, ήταν Τρίτη και 13 Νοεμβρίου». «Επειδή πολλά ακούγονται για το επάγγελμά μας και όχι πάντοτε καλά, ήθελα να πω ότι πολλοί επιδιώκουν να γίνουν δημοσιογράφοι, μερικοί από αυτούς για να το εκμεταλλευτούν για άλλα πράγματα. Θυμάμαι ότι λέγανε παλιά “η δημοσιογραφία είναι ένα θαυμάσιο επάγγελμα, αρκεί να το εγκαταλείψεις εγκαίρως” . Δηλαδή, να μπεις για να μπορέσεις να διοριστείς, να βολευτείς, να γίνεις πολιτικός. (...) Υπάρχουν και οι άλλοι που έχουν αγαθές επιδιώξεις», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο «ε.ΜΜΕ.ίς», μιλώντας για το δημοσιογραφικό επάγγελμα.

Στην περίοδο της Χούντας από το 1968 μέχρι το 1974 εργάστηκε στη Απογευματινή στην αρχή ως υπεύθυνος ύλης και αργότερα ως αρχισυντάκτης. Από το 1974 μέχρι τον Ιούνιο του 1976 υπήρξε διευθυντής σύνταξης στην Ακρόπολη. Από τον Ιούνιο του 1976 μέχρι τις 27 Απριλίου 2007, ήταν διευθυντής της  Ελευθεροτυπίας.

Υπήρξε συνεργάτης της κρατικής τηλεόρασης και παρουσιαστής εκπομπών. Ήταν μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ).

Ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, ο Σεραφείμ Φυντανίδης αφήνει, εκτός των άλλων, και το βιβλίο του, με τίτλο «31 αξέχαστα χρόνια», που εκδόθηκε πρόσφατα.

Ένα βιβλίο, από τις πρώτες σελίδες του οποίου ο αναγνώστης διαπιστώνει πως η «Ελευθεροτυπία» δημιουργήθηκε για... σεξουαλικούς λόγους. Ο ίδιος ο Κίτσος Τεγόπουλος είπε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Θέλω να σας πω ότι το έκανα για την καύλα μου». Και δεν ειπώθηκε αυτό σε ένα κλειστό δείπνο, αλλά στους κήπους του Προεδρικού Μεγάρου.

Στο αφήγημά του, ο Φυντανίδης εκκινεί από τον Κίτσο Τεγόπουλο, τον οποίο αποκαλεί φίλο και πατέρα του (ο οποίος τον πάντρεψε μάλιστα με τη γυναίκα του Βιργινία, «λαδώνοντας» τον παπά για να πει γρήγορα τα λόγια).

Πέρα από τις συζητήσεις-εξομολογήσεις με πολιτικούς, το βιβλίο διατρέχει και τα ταξίδια που έκανε ο Φυντανίδης και τη σχέση του με σημαντικούς καλλιτέχνες.

Από αυτά τα ταξίδια, χαραγμένα στη μνήμη του είναι το χάραμα στον ποταμό Γάγγη, οι καταρράγκες του Ιγκουασού, εκεί όπου συναντώνται Αργεντινή, Παραγουάη, Βραζιλία, ο Πήλινος Στρατός στο Σιάν της Κίνας, το Ταζ Μαχάλ στην Άκρα της Ινδίας, το Σινικό Τείχος και οι Δίδυμοι Πύργοι της Νέας Υόρκης.

Σχολιάζοντας τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση μιλώντας στο tvxs πριν λίγους μήνες είχε πει: «Ζούμε σε ένα διευρυμένο παγκόσμιο χωριό, που οι σταθερές που είχαμε έχουν τελειώσει. Δεν ξέρεις από πού θα σου ‘ρθουνε. Όταν ο Γιωργάκης ο Παπανδρέου είπε ότι θα κάνει δημοψήφισμα πέσανε τα χρηματιστήρια από το Σάο Πάολο μέχρι το Χόνγκ-Κογκ. Αυτό δε γινόταν πουθενά ποτέ. Για αυτό, αγαπητέ, όταν με ρωτάνε, γιατί έχω ζήσει μισό αιώνα από την πολιτική ζωή, πως βλέπω σήμερα την κατάσταση. Και επειδή μου αρέσει πολύ η ποίηση, αναφέρομαι σε ένα στίχο του Βιζυηνού, γραμμένο πριν από 100 χρόνια στο ψυχιατρείο... "μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου". Πριν από μερικά χρόνια είχαμε σταθερές, το ευρώ, η αριστερά, η δεξιά, το κέντρο. Τώρα δεν ξέρω ποιος είναι αριστερός και ποιος δεξιός. Εδώ βγαίνει ο Καμένος, ο σούπερ δεξιός να λέει πράγματα πιο αριστερά από το ΣΥΡΙΖΑ. Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου ή όπως λέει ο Καρυωτάκης είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες».

Ερωτηθείς πέρσι στην ίδια συνέντευξή του γιατί η παλιά Ελευθεροτυπία τελείωσε τόσο άδοξα απάντησε: «Αυτό που κυκλοφορεί είναι ότι όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται, επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Δεν είναι η Ελευθεροτυπία που ήταν τότε, ούτε το καλό όνομα που είχε. Το γεγονός ότι έχει 850 απλήρωτους και βγάζει εφημερίδα δήθεν με τα κέρδη, ποιος θα τους πληρώσει; Ποια κέρδη; Με 6.500 φύλλα κυκλοφορία και χωρίς διαφήμιση μπαίνεις μέσα. Είναι δύσκολες εποχές για τον Τύπο. Κάποτε γνώρισα τον διευθυντή του Guardian, τον Πίτερ Πρέστον. Φυσιογνωμία του βρετανικού τύπου. Πριν από 12-13 χρόνια είχαμε κάνει κουβέντα, μου λέει: «άκουσε αγαπητέ μου, μη γελιέσαι. Σε μερικά χρόνια θα επιβιώσουν πολύ λίγες πολύ καλές εφημερίδες βδομαδιάτικες όμως και πάρα πολλές κακές». Κουτσομπολιά και τέτοια. «Οι ενδιάμεσες, οι ημερήσιες, δεν έχουν πολύ μέλλον. Όταν ξυπνάει το πρωί ο Βρετανός» ή κι ο Έλληνας, «την ώρα που παίρνει το πρωινό του, ακούει ή βλέπει τα τελευταία νέα που δεν τα ‘χουν οι εφημερίδες». Την νύχτα που δολοφονήθηκε ο Γρηγορόπουλος, την άλλη μέρα τα κυριακάτικα φύλλα δεν είχαν λέξη, είχαν τυπωθεί. Είναι πίσω. «Μπαίνει στο αυτοκίνητό του» λέει, «να πάει στη δουλειά του κι ακούει κι άλλες ειδήσεις. Πάει στο γραφείο, ανοίγει το διαδίκτυο τα διαβάζει όλα, γιατί να πάρει εφημερίδα;» Αυτό το βλέπεις και τώρα στην Ελλάδα. Πόσες εφημερίδες έχουν κλείσει και τι κυκλοφορίες έχουν. Εκείνο που με πονάει είναι όταν πηγαίνω στα περίπτερα, βλέπω αμέτρητα κουτσομπολίστικα και τηλεοπτικά περιοδικά και μόνο ένα πολιτικό που δεν πουλάει, 8.000-9.000 φύλλα, τα «Επίκαιρα». Το ’85 είχα δώσει μια συνέντευξη στη Republica ή στο Guardian, δεν θυμάμαι. Και έλεγα με καμάρι ότι είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που έχει μόνο πολιτικό τύπο. Πού να ‘ξερα τι θα γινότανε μετά. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Και πρέπει το έντυπο να συνεργάζεται με το διαδίκτυο. Είναι διάδραση. Είναι μεγάλη εξέλιξη αυτό το πράγμα. Και επειδή όλες οι μόδες έρχονται καθυστερημένα και απότομα, έχουμε γεμίσει ανώνυμα blogs ... χαμός γίνεται. Ε, λίγο-λίγο, θα καταλαγιάσει αυτό, αλλά θα περάσουν μερικά χρόνια».

Ελεγε για τους δημοσιογράφους ότι πρέπει  να έχουν βγάλει μια πανεπιστημιακή σχολή: «Γιατί μια επιστήμη, οποιαδήποτε και να ‘ναι, μαθηματικά, θεολογία, νομικά, το πρώτο που κάνει είναι ότι σου οργανώνει τη σκέψη, μαθαίνεις να ξεχωρίζεις τα ουσιώδη από τα επουσιώδη. Η μόρφωση είναι απαραίτητη, δεν υπάρχει θέμα. Εγώ προσωπικά έχω πει: λογοτεχνία, ποίηση, καλή μουσική, ιστορία και μια ξένη γλώσσα. Όχι ότι δε βοηθούν οι σχολές δημοσιογραφίας, αρκεί να γίνεται σωστά το πράγμα».

Περί ηλεκτρονικών εφημερίδων και θανάτου των παραδοσιακών είχε πει: «Είναι μια άλλης μορφής εφημερίδα. Πάντα ο άνθρωπος θα ‘ναι από πίσω. Το μόνο που, έτσι, με προβληματίζει είναι το να έχεις μια εφημερίδα, να την παίρνεις στο κρεβάτι, στην τουαλέτα σου, να θυμώνεις και να τη σκίζεις κιόλας, αυτό δεν μπορείς να το κάνεις. Είναι κρύο πράγμα, όπως και να το κάνεις. Έπειτα, τα πολύ μεγάλα κείμενα σ’ αυτές τις οθόνες δεν είναι ελκυστικά, πρέπει να είναι σύντομα. Αν έχεις ένα άρθρο του Νόαμ Τσόμσκι, ας πούμε, το οποίο είναι 2.500 λέξεις, δεν ξέρω αν το διαβάζεις εύκολα. Και αν επικρατήσει αυτό, θα συρρικνώσει τη γλώσσα. Εγώ νομίζω ότι και τα δυο θα συνυπάρχουν, αλλά πάντοτε η εφημερίδα θα είναι σε δεύτερη μοίρα, για λίγους ρέκτες. Παλιά, η εφημερίδα ήταν ο μόνος τρόπος για να μάθεις τι έγινε χθες. Γι’ αυτό και κάνανε εκδόσεις όλο το 24ωρο, και τρεις τα ξημερώματα ακόμα, όπως διακόπτουν τώρα το πρόγραμμα. Το τελευταίο παράρτημα το κάναμε, όταν δολοφονήθηκε ο Παύλος ο Μπακογιάννης, το ’89. Από κει και πέρα δεν είχε νόημα πια. Παίρνανε οι τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα. Η εφημερίδα πια θα απευθύνεται σε μορφωμένο κοινό, ή σε κοινό βιαστικό το οποίο θέλει μέσα στη διαδρομή του μετρό να διαβάσει τα νέα, να δει τι παίζει η τηλεόραση απόψε, να δει τι ματς είναι, να δει και κανένα σταυρόλεξο και τελείωσε. Αλλά πίσω απ’ όλα θα είναι πάντα ο άνθρωπος, δε θα βγαίνουν οι ειδήσεις και τα κείμενα μόνα τους. Αυτό που ξέρω είναι ότι είμαστε τελευταίοι στη χρήση του Διαδικτύου. Δεν είναι ακόμη η ώρα για να το κάνουμε αυτό διότι δε δίνουν ακόμα διευθύνσεις».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου